- λιτανεύω
- (AM λιτανεύω) [λιτανός]1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ' αυτήν2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.)μσν.-αρχ.παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς», Ομ. Ιλ.β. «τότ' ἔπειτα φίλους λιτάνευε τοκῆας», Ησίοδ.γ. «ἤ μιν ἔπειτα γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν, αἴ κ' ἐλεήσῃ», Ομ. Οδ.δ. «πολλὰ λιτανεύοντας καὶ πολλῶν χαλεπῶς φερόντων ἱππέων», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.